ἀπορηθέν

ἀπορηθέν
ἀπορέω
aor part pass neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απορώ — (AM ἀπορῶ, έω) [άπορος] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση 2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι μσν. νεοελλ. εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι αρχ. μσν. (μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος φτωχός, δυστυχισμένος αρχ. 1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης 2. διστάζω… …   Dictionary of Greek

  • αποτρώγω — κ. τρώω (AM ἀποτρώγω) αποτελειώνω το φαγητό μου αρχ. 1. κόβω με τα δόντια, ροκανίζω 2. τρώγω αργά 3. κατατρώγω, σπαταλώ 4. διανοίγω 5. φρ. «ἀποτρώγω τὸ ἀπορηθέν» εξετάζω επιπόλαια την απορία χωρίς να εμβαθύνω στην ουσία της υπόθεσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”